- επιτηρητικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά ο κατάλληλος να επιτηρεί ή που έχει εντολή να επιτηρεί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπιτηρητικός — watching for an opportunity masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτηρητικός — ή, ό (Α ἐπιτηρητικός, ή, όν) [επιτηρητής] νεοελλ. κατάλληλος ή αρμόδιος να επιτηρεί, αυτός που έχει εντολή να επιτηρεί («επιτηρητικός στρατός» τμήμα στρατού που επιτηρεί τις κινήσεις τού εχθρού) αρχ. αυτός που παραμονεύει, που καιροφυλακτεί… … Dictionary of Greek
ἐπιτηρητικόν — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity masc acc sg ἐπιτηρητικός watching for an opportunity neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηρητική — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηρητικήν — ἐπιτηρητικός watching for an opportunity fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)